- οδοντιατρική
- ηκλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη θεραπεία των δοντιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek
Aristoteles-Universität Thessaloniki — Motto ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ (Bringe Opfer den Musen und den Chariten) Gründung … Deutsch Wikipedia
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
ίνδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο In. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 49, ατομική μάζα 114,82 και δύο σταθερά ισότοπα. Ανακαλύφθηκε το 1863 από τους Ρίχτερ και Ράιχ σε μείγματα. To ί. λαμβάνεται με ηλεκτρόλυση των… … Dictionary of Greek
απονεύρωση — Η αποκοπή των νεύρων. Η α. εφαρμόζεται συνήθως στην οδοντιατρική. Ως ουσιαστικό, ονομάζεται στην ανατομία ένας άσπρος, στιλπνός και ανθεκτικός υμένας, που σχηματίζεται από πυκνές συνδετικές ίνες. Οι μορφές του είναι τέσσερις: η περιβλητική,που… … Dictionary of Greek
θυμόλη — Μονοφαινόλη χημικού τύπου C6H3 (C3H7) (OH) CH3 1,2, 4 που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο του θύμου αδένα. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με χαρακτηριστική οσμή και καυστική γεύση, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο στους οργανικούς διαλύτες. Έχει… … Dictionary of Greek
κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… … Dictionary of Greek
μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… … Dictionary of Greek
οδοντιατρικός — και οδοντοϊατρικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οδοντίατρο ή στην επιστήμη του (α. «οδοντιατρικός σύλλογος» β. «οδοντιατρικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντιατρική κλάδος τής ιατρικής ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη και τη … Dictionary of Greek
παραλληλόμετρο — το εργαλείο χρήσιμο στην προσθετική οδοντιατρική … Dictionary of Greek